Σιδούντιος

Σιδούντιος
-ία, -ον, και κατά τον Ησύχ. τ. θηλ. Σιδουντιάς, -άδος, Α [Σιδοῡς, -οῡντος]
αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τον Σιδούντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σιδούντιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιδούντια — Σιδούντιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιδουντίας — Σιδουντίᾱς , Σιδούντιος fem acc pl Σιδουντίᾱς , Σιδούντιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”